γανωματάς

γανωματάς
γανωματάς, ο και γανωματής, ο
ο κασσιτερωτής, ο καλαϊτζής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γανωματάς — ο βλ. γανωματής …   Dictionary of Greek

  • γανωτής — ο ο γανωματάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”